- ζουρνάς
- ο(λ. τουρκ.), πληθ. -άδες, είδος πνευστού οργάνου: Πήραν τη νύφη με νταούλια και ζουρνάδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζουρνάς — Είδος ξύλινου πνευστού μουσικού οργάνου της ελληνικής αλλά και γενικότερα της τούρκικης και βαλκανικής λαϊκής μουσικής. Η προέλευση του ονόματος είναι τούρκικη (zurna) και αντιστοιχεί στο ελληνικό oξύαυλος. Ο ζ., σε συνδυασμό με το τύμπανο,… … Dictionary of Greek
ζουρνατζής — ο (Μ ζουρνατζής) ο μουσικός που παίζει ζουρνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρνάς + κατάλ. (α)τζής (πρβλ. παγωτ ατζής, τζαμπα τζής)] … Dictionary of Greek
καραμούζα — και καραμούτζα, η (Μ καραμούζα και καρλαμούζα) νεοελλ. ζουρνάς μσν. γκάιντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. corna musa «ποιμενική φλογέρα»] … Dictionary of Greek
πίπιζα — Αερόφωνο μουσικό όργανο της οικογένειας των ζουρνάδων. Ο σωλήνας της, που καταλήγει σε καμπάνα, έχει 12 15 τρύπες, από τις οποίες οι 8 μόνο παράγουν φθόγγους, ενώ οι άλλες προορίζονται για την αρμονία του ήχου και τη διακόσμηση. Ο ήχος παράγεται… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Ποντιακού Ελληνισμού — Καταλαμβάνει έναν όροφο του ιδιόκτητου κτιρίου της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών (Αγνώστων Μαρτύρων 73, Νέα Σμύρνη), σωματείου που ιδρύθηκε το 1927, με σκοπό τη συλλογή, μελέτη και δημοσίευση του πνευματικού πλούτου των Ελλήνων του Εύξεινου Πόντου … Dictionary of Greek
surlă — SÚRLĂ, surle, s.f. 1. Instrument muzical popular de suflat, în formă de fluier, cu mai multe orificii şi cu ancie dublă, întrebuinţat în trecut mai ales în armată. ♢ loc. adv. Cu surle = cu zgomot mare, cu scandal. 2. (reg.) Râtul porcului; p.… … Dicționar Român